ναφθαλίνιο

ναφθαλίνιο
το
χημ.
κυκλική οργανική ένωση, αρωματικός υδρογονάνθρακας που αποτελεί το κυριότερο συστατικό τής λιθανθρακόπισσας, από την οποία και εξάγεται με ανακρυστάλλωση τών ενδιάμεσων κλασμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ναφθυλαμίνη — η χημ. αρωματική αμίνη, παράγωγο τού ναφθαλενίου, γνωστή και ως αμινο ναφθαλίνιο …   Dictionary of Greek

  • ναφθόλη — η χημ. δικυκλική οργανική ένωση, φαινόλη γνωστή και ως υδροξυ ναφθαλίνιο …   Dictionary of Greek

  • νιτροναφθαλίνιο — το χημ. αζωτούχα οργανική αρωματική ένωση, νιτροπαράγωγο τού ναφθαλινίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nitronaphtalene < νιτρ(ο) * + ναφθαλίνιο] …   Dictionary of Greek

  • πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • πετροχημεία — Ονομάζεται έτσι η επιστήμη, η τεχνική και η βιομηχανία των χημικών προϊόντων που παράγονται από το πετρέλαιο. Η π. παράγει όλα τα απλά ή σύνθετα σώματα, τα οποία προέρχονται, ολικά ή μερικά από πρώτες ύλες του εξάγονται από το πετρέλαιο ή το… …   Dictionary of Greek

  • τετραϋδροναφθαλίνιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης τετραλίνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetrahydronaphthalene < τετρ(α) * + υδρο (< ὕδωρ) + ναφθαλίνιο] …   Dictionary of Greek

  • χλωροναφθαλίνιο — το, Ν χημ. δικυκλική αρωματική οργανική ένωση, μονοχλωριωμένο παράγωγο τού ναφθαλινίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chloronaphtalene < chloro (< χλωρ[ο] *) + naphtalene «ναφθαλίνιο» (< naphte < νάφθα)] …   Dictionary of Greek

  • θειοναφθένιο — Θειούχος ετεροκυκλική ένωση με τύπο C9H6S, που είναι αντίστοιχη με την κουμαρόνη. Πρόκειται για σώμα στερεό, άχρωμο, με οσμή ναφθαλινίου, που έχει σημείο τήξης 32°C και σημείο βρασμού 221°C. Το θ. συνοδεύει το ναφθαλίνιο στη λιθανθρακόπισσα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”